- προσοίκῳ
- πρόσοικοςdwelling near tomasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσοικώ — έω, Α [οἰκῶ] 1. (το ενεργ. και παθ.) κατοικώ κοντά σε έναν τόπο («τῶν ποταμοῑς καὶ θαλάσσῃ προσοικούντων», Πλάτ.) 2. (για πόλεις) βρίσκομαι κοντά, γειτνιάζω, συνορεύω 3. παθ. προσοικοῡμαι, έομαι α) (για τόπο) κατοικούμαι β) μτφ. είμαι στενά… … Dictionary of Greek
προσοικῶ — προσοικέω dwell by pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσοικέω dwell by pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσοικέω dwell by pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσοικέω dwell by pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοίκησις — ήσεως, ἡ, Α [προσοικῶ] κατοίκηση κοντά σε κάποιον, γειτνίαση … Dictionary of Greek